λάκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάκα | οι | λάκες |
γενική | της | λάκας | — | |
αιτιατική | τη | λάκα | τις | λάκες |
κλητική | λάκα | λάκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λάκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lacca με απολοποίηση ορθογραφίας [1] < περσική لاک (lāk) < χίντι लाख (lākh)< σανσκριτική लाक्षा (lākṣā)
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) για την λακ των μαλλιών: < λακ (άκλιτο) + -α για προσαρμογή σε κλίση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < (άμεσο δάνειο) γαλλική laque < πορτογαλική laca / lacca < περσική لاک (lāk) < χίντι लाख (lākh) < σανσκριτική लाक्षा (lākṣā)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λάκα θηλυκό
- είδος φυσικού βερνικιού, για την επάλειψη επιφανειών
- και μη απλοποιημένη γραφή: λάκκα
- σπάνιο λαϊκό η λακ για τα μαλλιά (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- λακάρισμα
- λακαρισμένος
- λακαριστός
- λακάρω
- → δείτε τη λέξη λακ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λάκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα χίντι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)