λέζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λέζα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λέζα οι λέζες
      γενική της λέζας
    αιτιατική τη λέζα τις λέζες
     κλητική λέζα λέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

λέζα < πιθανώς (άμεσο δάνειο) βενετική leza [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λέζα θηλυκό

  1. (ανεπίσημο) ευθύνη, στην έκφραση «πληρώνω τη λέζα»: αναλαμβάνω την ευθύνη
    ※  Εγώ πλήρωσα τη λέζα». «Περίεργη γλώσσα χρησιμοποιείς. Τι είναι αυτή η λέζα;» «Πα να πει να πληρώσω εγώ το μάρμαρο, να φορτωθώ εγώ την ευθύνη που δεν μου ανήκε, να γίνω δηλαδή εγώ το εξιλαστήριο θύμα που λέμε»
    Δημήτρης Βασιλειάδης, Έγκλημα στο ΚΕΛΥΦΩΣ (Αστυνομικό μυθιστόρημα), σελ. 19
    ※  Αναδιάρθρωση: Απούσα η ΕΠΟ, «για να φάει όλη τη λέζα ο Αυγενάκης»
    Η Άποψη, 12/6/2021, [1]
     συνώνυμα: πληρώνω τα σπασμένα, πληρώνω το μάρμαρο
  2. (ανεπίσημο) στενοχώρια
  3. (ύφασμα) είδος υφάσματος - δαντέλα
  4. όρος στο χαρτοπαίγνιο πικέτο, που αναφέρεται όταν ένας παίκτης έχει μαζέψει τα περισσότερα χαρτιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

λέζα < περικοπή του λεζάντα [2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λέζα θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. λέζα1 pdfΚάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. λέζα2 pdfό.π.