λέμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λέμμᾰ τὰ λέμμᾰτ
      γενική τοῦ λέμμᾰτος τῶν λεμμᾰ́των
      δοτική τῷ λέμμᾰτ τοῖς λέμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ λέμμᾰ τὰ λέμμᾰτ
     κλητική ! λέμμᾰ λέμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λέμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  λεμμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λέμμα < λέπω (ξεφλουδίζω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λέμμα, -ατος ουδέτερο

  1. φλοιός, φλούδα
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.117, @scaife.perseus
    ὑποκάπνιζε δὲ ζειὰς καὶ ὀλύνθους χειμερινοὺς καὶ ἐλαίης πέταλα καὶ ψώρας, καὶ σικύης λέμματα τρίτον μέρος, τὰ δ’ ἄλλα ἴσον·
    ※  4ος πκε αιώνας Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ φυτῶν, 1.5.8 @scaife.perseus
    Καὶ τινὲς μὲν ἐν σαρκί εἰσιν, ὡς οἱ τῶν φοινίκων καρποί, τινὲς δὲ οἶον ἐν οἰκίσκοις, ὡς αἱ βάλανοι, ἄλλοι δ’ ἐν οἰκίσκοις πολλοῖς καὶ λέμμασι καὶ ὀστράκοις, ὡς τὰ κάρυα.
  2. (για αβγό) τσόφλι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 674 (673-674)
    [ΕΥ.] ἀλλ᾽ ὥσπερ ᾠὸν νὴ Δί᾽ ἀπολέψαντα χρὴ | ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ λέμμα κᾆθ᾽ οὕτω φιλεῖν.
    [ΕΥ.] Της βγάζω απ᾽ το κεφάλι εγώ το τσόφλιο, | σαν απ᾽ τ᾽ αβγό, και τότε τη φιλάω.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  3. (για ψάρια) λέπι
  4. (μεταφορικά) αφελής άνθρωπος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη λέπω

Σύνθετα

[επεξεργασία]