λαγκάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαγκάδα | οι | λαγκάδες |
γενική | της | λαγκάδας | των | λαγκάδων |
αιτιατική | τη | λαγκάδα | τις | λαγκάδες |
κλητική | λαγκάδα | λαγκάδες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαγκάδα < λαγκάδ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α < μεσαιωνική ελληνική λαγκάδα, μεγεθυντικό του του λαγκάδι, λαγκάδιν[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαγκάδα θηλυκό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαγκάδα
[επεξεργασία]
- ↑ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.