λαμιναρισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]λαμιναρισμένος, -η, -ο
- (εκτύπωση) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λαμινάρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαμιναρισμένος
|
λαμιναρισμένος, -η, -ο
|