λεβεντοπερπάτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λεβεντοπερπάτητος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που περπατάει λεβέντικα
- ※ Ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ διαβαίνῃ χαμηλόθωρα, λεβεντοπερπάτητη μὲ στήθη μεστωμένα καὶ τὰ μαλλιὰ ἀνεμιστὰ στὶς πλάτες, ποθοῦσα νὰ κολλήσω ἀπάνω της.
- Ανδρέας Καρκαβίτσας (1899) «Η θάλασσα». Συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης. Εν Αθήναις: Ιωάννης Δ. Κολλάρος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1924.
- ※ Ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ διαβαίνῃ χαμηλόθωρα, λεβεντοπερπάτητη μὲ στήθη μεστωμένα καὶ τὰ μαλλιὰ ἀνεμιστὰ στὶς πλάτες, ποθοῦσα νὰ κολλήσω ἀπάνω της.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεβεντοπερπάτητος
|