λεκανοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεκανοειδής η λεκανοειδής το λεκανοειδές
      γενική του λεκανοειδούς* της λεκανοειδούς του λεκανοειδούς
    αιτιατική τον λεκανοειδή τη λεκανοειδή το λεκανοειδές
     κλητική λεκανοειδή(ς) λεκανοειδής λεκανοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεκανοειδείς οι λεκανοειδείς τα λεκανοειδή
      γενική των λεκανοειδών των λεκανοειδών των λεκανοειδών
    αιτιατική τους λεκανοειδείς τις λεκανοειδείς τα λεκανοειδή
     κλητική λεκανοειδείς λεκανοειδείς λεκανοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεκανοειδής < ελληνιστική κοινή λεκανοειδής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /le.ka.no.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐κα‐νο‐ει‐δής

Επίθετο[επεξεργασία]

λεκανοειδής, -ής, -ές

  • που η μορφή του μοιάζει με λεκάνη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα