λευκοπυρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκοπυρωμένος η λευκοπυρωμένη το λευκοπυρωμένο
      γενική του λευκοπυρωμένου της λευκοπυρωμένης του λευκοπυρωμένου
    αιτιατική τον λευκοπυρωμένο τη λευκοπυρωμένη το λευκοπυρωμένο
     κλητική λευκοπυρωμένε λευκοπυρωμένη λευκοπυρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκοπυρωμένοι οι λευκοπυρωμένες τα λευκοπυρωμένα
      γενική των λευκοπυρωμένων των λευκοπυρωμένων των λευκοπυρωμένων
    αιτιατική τους λευκοπυρωμένους τις λευκοπυρωμένες τα λευκοπυρωμένα
     κλητική λευκοπυρωμένοι λευκοπυρωμένες λευκοπυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

λευκοπυρωμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]