λευκοσιδηρουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λευκοσιδηρουργός οι λευκοσιδηρουργοί
      γενική του λευκοσιδηρουργού των λευκοσιδηρουργών
    αιτιατική τον λευκοσιδηρουργό τους λευκοσιδηρουργούς
     κλητική λευκοσιδηρουργέ λευκοσιδηρουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λευκοσιδηρουργός < λευκοσίδηρ(ος) + -ουργός (απόδοση για τη γαλλική ferblantier)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lef.ko.si.di.ɾuɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευ‐κο‐σι‐δη‐ρουρ‐γός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λευκοσιδηρουργός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]