λιμενοσταθμάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λιμενοσταθμάρχης οι λιμενοσταθμάρχες
      γενική του
του/της
λιμενοσταθμάρχη
λιμενοσταθμάρχου
των λιμενοσταθμαρχών
    αιτιατική τον/τη λιμενοσταθμάρχη τους/τις λιμενοσταθμάρχες
     κλητική λιμενοσταθμάρχη
(λιμενοσταθμάρχα)
λιμενοσταθμάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμενοσταθμάρχης < λιμέν(ας) + -ο- + σταθμάρχης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.me.no.staθˈmaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐με‐νο‐σταθ‐μάρ‐χης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιμενοσταθμάρχης αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]