λογιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λογιάζω, λογιάζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
λογιασμένος, -η, -ο και λογισμένος
- → δείτε τη λέξη λογισμένος