λογικευμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λογικευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λογικεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]λογικευμένος
- που έχει λογικευτεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογικευμένος
|