μέλαθρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέλαθρο | τα | μέλαθρα |
γενική | του | μελάθρου | των | μελάθρων |
αιτιατική | το | μέλαθρο | τα | μέλαθρα |
κλητική | μέλαθρο | μέλαθρα | ||
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέλαθρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέλαθρον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈme.la.θɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐λα‐θρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μέλαθρο ουδέτερο (λόγιο)
- το ανάκτορο, το μέγαρο, το παλάτι
- η κεντρική αίθουσα του αρχαϊκού ανακτόρου
- μεγαλοπρεπές και πολυτελές κτήριο μεγάλων διαστάσεων
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- μέλαθρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μέλαθρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άτομο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)