μαντέκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντέκα οι μαντέκες
      γενική της μαντέκας
    αιτιατική τη μαντέκα τις μαντέκες
     κλητική μαντέκα μαντέκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαντέκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική manteca < ισπανική manteca < λατινική mantica < manus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαντέκα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]