μαξούλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαξούλι τα μαξούλια
      γενική του μαξουλιού των μαξουλιών
    αιτιατική το μαξούλι τα μαξούλια
     κλητική μαξούλι μαξούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαξούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαξούλι(ν) < οθωμανική τουρκική (→ δείτε  τουρκική mahsul) < αραβική محصول (mahsūl, συγκομιδή)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈksu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ξού‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαξούλι ουδέτερο (δημοτική, ιδιωματικό)

  1. η παραγωγή της χρονιάς σε κάποιον καρπό, όπως ελιές, φρούτα, κ.λπ.
    ※  Ποιός θὰ μαζώξει φέτος το μαξούλι; ρωτοῦσαν ἀγκουσεμένοι οἱ χωριάτες. (Παντελής Πρεβελάκης, Ὁ Κρητικός. Ἡ πρώτη λευτεριά, 1949)
  2. (μεταφορικά) η καρποφορία σε όλους τους τομείς, τα γεννήματα
    ※  Τσ' αγάπης το μαξούλι (κρητικό τραγούδι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαξούλι < οθωμανική τουρκική (→ δείτε  τουρκική mahsul) < αραβική محصول (mahsūl, συγκομιδή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαξούλι ουδέτερο

  1. σοδειά, εσοδεία
  2. προϊόν

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]