μαρμαρογλύφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρμαρογλύφος < ελληνιστική κοινή μαρμαρογλυφία + -ος < μάρμαρον + -ο- + -γλυφία < γλύφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maɾ.ma.ɾoˈɣli.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐μα‐ρο‐γλύ‐φος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρμαρογλύφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) συνώνυμο του μαρμαράς, ή του μαρμαρογλύπτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που μπορεί να κατεργαστεί το μάρμαρο
→ δείτε τη λέξη μαρμαράς |
γλύπτης που ειδικεύεται στη δημιουργία γλυπτών από μάρμαρο
→ δείτε τη λέξη μαρμαρογλύπτης |
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γλυφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)