μαστροπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαστροπεία < αρχαία ελληνική μαστροπεία < μαστροπός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.stroˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐στρο‐πεί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαστροπεία θηλυκό
- η εξώθηση ενός ατόμου στην πορνεία και η εκμετάλλευσή του
- ※ Η μαστροπεία παραμένει έγκλημα εφόσον αφορά ανηλίκους (αρ. 349 Ποινικού Κώδικα). Επίσης, η σωματεμπορία παρέμεινε έγκλημα, απλώς τιμωρείται πια, βάσει του αρ. 323Α νέου Ποινικού Κώδικα, ως εμπορία ανθρώπων. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μαστροπός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαστροπεία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)