μειοδοσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μειοδοσία οι μειοδοσίες
      γενική της μειοδοσίας των μειοδοσιών
    αιτιατική τη μειοδοσία τις μειοδοσίες
     κλητική μειοδοσία μειοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μειοδοσία < μειο- + -δοσία ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) Mindestgebot)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μειοδοσία θηλυκό

  1. η προσφορά της πιο χαμηλής τιμής σε μία δημοπρασία ή κάποιον μειοδοτικό διαγωνισμό
     αντώνυμα: πλειοδοσία
  2. (μεταφορικά) υποχωρητικότητα
    Δύο μύθοι συγκρούστηκαν πάλι στη χώρα μας: ο ένας ότι το κράτος πουλώντας ακίνητα μπορεί να μειώσει δραστικά το δημόσιο χρέος και ο άλλος ότι τέτοια απόπειρα ισοδυναμεί με εθνική μειοδοσία. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]