μελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μελής | η | μελιά | το | μελί |
γενική | του | μελή & μελιού |
της | μελιάς | του | μελιού (μελί) |
αιτιατική | τον | μελή | τη | μελιά | το | μελί |
κλητική | μελή | μελιά | μελί | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μελιοί | οι | μελιές | τα | μελιά |
γενική | των | μελιών | των | μελιών | των | μελιών |
αιτιατική | τους | μελιούς | τις | μελιές | τα | μελιά |
κλητική | μελιοί | μελιές | μελιά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, μελί. | ||||||
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /meˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λής
Επίθετο
[επεξεργασία]μελής, -ιά, -ί (και άκλιτο: μελί)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελής
|