μεσοσταθμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοσταθμικός η μεσοσταθμική το μεσοσταθμικό
      γενική του μεσοσταθμικού της μεσοσταθμικής του μεσοσταθμικού
    αιτιατική τον μεσοσταθμικό τη μεσοσταθμική το μεσοσταθμικό
     κλητική μεσοσταθμικέ μεσοσταθμική μεσοσταθμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοσταθμικοί οι μεσοσταθμικές τα μεσοσταθμικά
      γενική των μεσοσταθμικών των μεσοσταθμικών των μεσοσταθμικών
    αιτιατική τους μεσοσταθμικούς τις μεσοσταθμικές τα μεσοσταθμικά
     κλητική μεσοσταθμικοί μεσοσταθμικές μεσοσταθμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσοσταθμικός < μεσο- + σταθμικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική weighted average[1])

Επίθετο[επεξεργασία]

μεσοσταθμικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. μεσοσταθμικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)