μετακλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετακλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετακαλώ
Μετοχή[επεξεργασία]
μετακλημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μετακαλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετακλημένος
|