μετακοινοβουλευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετακοινοβουλευτικός < μετα- + κοινοβουλευτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μετακοινοβουλευτικός
- (πολιτική) που αναφέρεται σε χρονικό στάδιο ή διαδικασίες που συμβαίνουν έξω ή μετά από τα αντίστοιχα εντός κοινοβουλίου
- ※ Ξέρουν οι πολίτες ότι στο χάος της πολυνομίας, αυτό που απαγορεύει ένας νόμος το επιτρέπει κάποιος άλλος και ότι η τιμωρία τους είναι προϊόν τύχης («μην πέσεις σε κακό δικαστή», όπως λέγεται) ή δυναμικότητας των κινητοποιήσεων. Οι συγκεντρώσεις και οι «δυναμικές ενέργειες» είναι η «μετακοινοβουλευτική πολιτική»· παράγουν δίκαιο εκτός των θεσμικών οργάνων της πολιτείας. Το λένε εξάλλου πολλοί και μέσα στη Βουλή: «αυτόν τον νόμο ο λαός θα τον ανατρέψει στον δρόμο». (www.kathimerini.gr, 22.05.2013)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετακοινοβουλευτικός
|