μεταλλογένεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλογένεια οι μεταλλογένειες
      γενική της μεταλλογένειας των μεταλλογενειών
    αιτιατική τη μεταλλογένεια τις μεταλλογένειες
     κλητική μεταλλογένεια μεταλλογένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταλλογένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metallogeny < αρχαία ελληνική μέταλλον + γένεσις (< γίγνομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταλλογένεια θηλυκό

  1. (γεωλογία) κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη του σχηματισμού κοιτασμάτων ορυκτών
  2. (γεωλογία) άλλη μορφή του μεταλλογένεση
    ※  Μάξιμος Μαραβελάκις, Οι εκρηξιγενείς σχηματισμοί και η μεταλλογένεια της νήσου Χίου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]