μετανοημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετανοημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετανοώ
Μετοχή
[επεξεργασία]μετανοημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μετανοώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετανοημένος
|