μεταπεισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταπεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταπείθω
Μετοχή[επεξεργασία]
μεταπεισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μεταπείθω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταπεισμένος
|