μεταπολιτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεταπολίτευση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταπολιτική οι μεταπολιτικές
      γενική της μεταπολιτικής των μεταπολιτικών
    αιτιατική τη μεταπολιτική τις μεταπολιτικές
     κλητική μεταπολιτική μεταπολιτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταπολιτική < μετα- + πολιτική

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ta.po.li.tiˈci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταπολιτική θηλυκό

  1. (πολιτική) η πολιτική στην μοντέρνα της εκδοχή, που ασκείται με όρους διαφορετικούς σε σχέση με το παρελθόν
    ※  Για την Αριστερά, το ζήτημα είναι να αντιπαλέψει με πάθος τη μεταπολιτική, τον μεγαλύτερο σύγχρονο κίνδυνο για την κοινωνία και τη δημοκρατία. (εφ. Αυγή, 16/3/2014)
  2. (πολιτική) η επιστημονική προσέγγιση της πολιτικής θεωρίας και ορολογίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]