μεταπολίτευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεταπολιτική
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταπολίτευση οι μεταπολιτεύσεις
      γενική της μεταπολίτευσης των μεταπολιτεύσεων
    αιτιατική τη μεταπολίτευση τις μεταπολιτεύσεις
     κλητική μεταπολίτευση μεταπολιτεύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταπολίτευση < μετα- + πολιτεύω + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεταπολίτευση θηλυκό

  1. (πολιτική) βαθιά πολιτική αλλαγή, όπως μεταβολή του πολιτεύματος ή συντάγματος μιας χώρας ή κατά άλλους του τρόπου άσκησης της εξουσίας, εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, χωρίς την προϋπόθεση της πολιτειακής αλλαγής
  2. (πολιτική, ιστορία, συχνά με κεφαλαίο αρχικό) η επάνοδος στη δημοκρατία στις 24 Ιουλίου 1974 μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών και το χρονικό διάστημα που ακολούθησε

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]