μεταπολίτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταπολίτευση | οι | μεταπολιτεύσεις |
γενική | της | μεταπολίτευσης | των | μεταπολιτεύσεων |
αιτιατική | τη | μεταπολίτευση | τις | μεταπολιτεύσεις |
κλητική | μεταπολίτευση | μεταπολιτεύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταπολίτευση < μετα- + πολίτευσις < πολιτεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταπολίτευση θηλυκό
- (πολιτική) βαθιά πολιτική αλλαγή, όπως μεταβολή του πολιτεύματος ή συντάγματος μιας χώρας ή κατά άλλους του τρόπου άσκησης της εξουσίας, εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, χωρίς την προϋπόθεση της πολιτειακής αλλαγής
- (πολιτική, ιστορία, συχνά με κεφαλαίο αρχικό) η επάνοδος στη δημοκρατία στις 24 Ιουλίου 1974 μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών και το χρονικό διάστημα που ακολούθησε
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταπολίτευση
|