μεταραίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταραίωση οι μεταραιώσεις
      γενική της μεταραίωσης* των μεταραιώσεων
    αιτιατική τη μεταραίωση τις μεταραιώσεις
     κλητική μεταραίωση μεταραιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταραιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταραίωση < μετα- + αραίωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dilution)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταραίωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]