μεταραίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταραίωση | οι | μεταραιώσεις |
γενική | της | μεταραίωσης* | των | μεταραιώσεων |
αιτιατική | τη | μεταραίωση | τις | μεταραιώσεις |
κλητική | μεταραίωση | μεταραιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταραιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταραίωση < μετα- + αραίωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dilution)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταραίωση θηλυκό
- (ιατρική) χορήγηση φαρμάκου σε αργό ρυθμό και με αραίωση σε ισοτονικό διάλυμα
- ※ Οι αλλαγές της μικροκυκλοφορίας συσχέτιστηκαν με τις αλλαγές της sCysC σε όλο το δείγμα και με τη δόση στους διαβητικούς και ασθενείς που έλαβαν αιμοδιαδιήθηση με τη μέθοδο της μεταραίωσης. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)