μετριασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετριασμένος η μετριασμένη το μετριασμένο
      γενική του μετριασμένου της μετριασμένης του μετριασμένου
    αιτιατική τον μετριασμένο τη μετριασμένη το μετριασμένο
     κλητική μετριασμένε μετριασμένη μετριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετριασμένοι οι μετριασμένες τα μετριασμένα
      γενική των μετριασμένων των μετριασμένων των μετριασμένων
    αιτιατική τους μετριασμένους τις μετριασμένες τα μετριασμένα
     κλητική μετριασμένοι μετριασμένες μετριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετριάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

μετριασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]