μεφίτιδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ˈfi.ti.ða/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεφίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε και τη λέξη κουνάβι
αγριοκούναβο
|