μηλικογαλακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηλικογαλακτικός < μηλικός + -ο- + γαλακτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μηλικογαλακτικός
- η μετατροπή του L-μηλικού οξέως σε L-γαλακτικό οξύ κατά τη διαδικασία της οινοποίησης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλικογαλακτικός
|