μηνυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηνυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηνύω
Μετοχή[επεξεργασία]
μηνυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μηνύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηνυμένος
|