μηχανογραφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηχανογραφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
μηχανογραφημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μηχανογραφώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανογραφημένος
|