μνηστευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μνηστευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μνηστεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
μνηστευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μνηστεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μνηστευμένος
|