μοδιστρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μοδιστρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη μοδίστρα / τον μόδιστρο ή τη μοδιστρική ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) μοδιστρική
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοδιστρικός
|