μολάσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μολάσα | οι | μολάσες |
γενική | της | μολάσας | των | μολασών |
αιτιατική | τη | μολάσα | τις | μολάσες |
κλητική | μολάσα | μολάσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μολάσα < αγγλική molasse + -α < παλαιά γαλλική molasse < λατινική mollis < *molduis < πρωτοϊταλική *molduis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ml̥dus < *mel- (μαλακός, τρυφερός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μολάσα θηλυκό
- (γεωλογία) σχηματισμός από ιζηματογενή πετρώματα (κροκάλες, μάργες, ψαμμίτες κ.ά.)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)