μονοθελητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονοθελητικός < μονοθελήτ(ης) + -ικός (μαρτυρείται από το 1873)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mo.no.θe.li.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐θε‐λη‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]μονοθελητικός, -ή, -ό
- που αφορά τους μονοθελήτες ή τον μονοθελητισμό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοθελητικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)