μονοθελήτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοθελήτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μονοθελήτης < μονο- + (ἐ)θέλω, θελη- + -της [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.no.θeˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐θε‐λή‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοθελήτης αρσενικό (θηλυκό μονοθελήτρια)
- (θρησκεία) ο οπαδός του μονοθελητισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοθελήτης
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μονοθελητισμός, μονοθελήτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοθελήτης αρσενικό
- (θρησκεία) οπαδός αίρεσης η οποία θεωρεί πως ο Χριστός διέθετε αποκλειστικά τη θεϊκή θέληση (μονοθελητισμός)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μονοθελητισμός, μονοθελήτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- μονοθελήτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Θρησκεία (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)