μορφασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μορφασμός < ελληνιστική κοινή μορφασμός < αρχαία ελληνική μορφάζω μορφή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μορφασμός αρσενικό
- η προσωρινή αλλοίωση των συνηθισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου, με ανάλογη σύσπαση των μυών, είτε με τη θέλησή μας είτε λόγω ενστικτώδους αντίδρασης, που οφείλεται ή θέλει να δείξει κάποιο έντονο αίσθημα ή συναίσθημα
- η γκριμάτσα, το στραβομουτσούνιασμα
- έκφραση προσώπου