μοτοσικλετιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μοτοσικλετικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοτοσικλετιστικός η μοτοσικλετιστική το μοτοσικλετιστικό
      γενική του μοτοσικλετιστικού της μοτοσικλετιστικής του μοτοσικλετιστικού
    αιτιατική τον μοτοσικλετιστικό τη μοτοσικλετιστική το μοτοσικλετιστικό
     κλητική μοτοσικλετιστικέ μοτοσικλετιστική μοτοσικλετιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοτοσικλετιστικοί οι μοτοσικλετιστικές τα μοτοσικλετιστικά
      γενική των μοτοσικλετιστικών των μοτοσικλετιστικών των μοτοσικλετιστικών
    αιτιατική τους μοτοσικλετιστικούς τις μοτοσικλετιστικές τα μοτοσικλετιστικά
     κλητική μοτοσικλετιστικοί μοτοσικλετιστικές μοτοσικλετιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοτοσικλετιστικός < μοτοσικλέτα + -ιστικός ή μοτοσικλετιστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μοτοσικλετιστικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]