μουγκρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουγκρίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μουγκρίζω < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /muŋˈɡɾi.zo/ & /muˈɡɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐γκρί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μουγκρίζω, αόρ.: μούγκρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (κυριολεκτικά, για αγελάδες, ταύρους κ.λπ.) παράγω μια χαρακτηριστική φωνή, ένα παρατεταμένο μου, έναν μυκηθμό ή βρυχηθμό
  2. (μεταφορικά) παράγω ανάλογο ήχο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]