μπανισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπανισμένος η μπανισμένη το μπανισμένο
      γενική του μπανισμένου της μπανισμένης του μπανισμένου
    αιτιατική τον μπανισμένο την μπανισμένη το μπανισμένο
     κλητική μπανισμένε μπανισμένη μπανισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπανισμένοι οι μπανισμένες τα μπανισμένα
      γενική των μπανισμένων των μπανισμένων των μπανισμένων
    αιτιατική τους μπανισμένους τις μπανισμένες τα μπανισμένα
     κλητική μπανισμένοι μπανισμένες μπανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπανίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

μπανισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]