μπιμπιλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπιμπιλωμένος η μπιμπιλωμένη το μπιμπιλωμένο
      γενική του μπιμπιλωμένου της μπιμπιλωμένης του μπιμπιλωμένου
    αιτιατική τον μπιμπιλωμένο την μπιμπιλωμένη το μπιμπιλωμένο
     κλητική μπιμπιλωμένε μπιμπιλωμένη μπιμπιλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπιμπιλωμένοι οι μπιμπιλωμένες τα μπιμπιλωμένα
      γενική των μπιμπιλωμένων των μπιμπιλωμένων των μπιμπιλωμένων
    αιτιατική τους μπιμπιλωμένους τις μπιμπιλωμένες τα μπιμπιλωμένα
     κλητική μπιμπιλωμένοι μπιμπιλωμένες μπιμπιλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπιμπιλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπιμπιλώνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

μπιμπιλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]