μπλοφαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλοφαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπλοφάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
μπλοφαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπλοφάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπλοφαρισμένος
|