μποτάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μποτάρισμα | ||
γενική | του | μποταρίσματος | ||
αιτιατική | το | μποτάρισμα | ||
κλητική | μποτάρισμα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μποτάρισμα < μποτάρω + -ισμα < μποτ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bot < robot < (άμεσο δάνειο) τσεχική robot < robota (εργασία, δουλειά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μποτάρισμα ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μποτάρω
- ⮡ Πέφτει τρελό μποτάρισμα στο μπίτκοϊν μάινινγκ· όποτε αγοράζεις πέφτει, όποτε πουλάς ανεβαίνει.
- ⮡ Η χρήση προγραμμάτων μποταρίσματος στα μουλτιπλέιερ σέρβερ ήταν τόσο διαδεδομένη πλέον που τελικά πάρθηκε η απόφαση να ενσωματωθεί το μποτάρισμα στο παιχνίδι ως λειτουργικότητα.
- ≈ συνώνυμα: χακάρισμα (όταν δεν επιτρέπεται), εκμηχάνιση/εκμηχανισμός/μηχανοποίηση (για χρήση μηχανών σε διαδικασία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τσεχικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τσεχικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)