μυριοστολισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυριοστολισμένος < μυριο- + στολισμένος
Επίθετο[επεξεργασία]
μυριοστολισμένος
- (λογοτεχνικό) που τον έχουν στολίσει πολύ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυριοστολισμένος
|