μυριοστολισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μυριοστόλιστος, μυριοστός, μυριόστομος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυριοστολισμένος η μυριοστολισμένη το μυριοστολισμένο
      γενική του μυριοστολισμένου της μυριοστολισμένης του μυριοστολισμένου
    αιτιατική τον μυριοστολισμένο τη μυριοστολισμένη το μυριοστολισμένο
     κλητική μυριοστολισμένε μυριοστολισμένη μυριοστολισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυριοστολισμένοι οι μυριοστολισμένες τα μυριοστολισμένα
      γενική των μυριοστολισμένων των μυριοστολισμένων των μυριοστολισμένων
    αιτιατική τους μυριοστολισμένους τις μυριοστολισμένες τα μυριοστολισμένα
     κλητική μυριοστολισμένοι μυριοστολισμένες μυριοστολισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυριοστολισμένος < μυριο- + στολισμένος

Επίθετο[επεξεργασία]

μυριοστολισμένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]