μυριοστόλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /miɾ.ʝoˈsto.li.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ριο‐στό‐λι‐στος
Επίθετο
[επεξεργασία]μυριοστόλιστος
- (λογοτεχνικό) που τον έχουν στολίσει πολύ
- ※ Τοῦτον τὸν πετροβούναρο ποῦ ξάστερος ψηλόνει | μὲ τὲς πολλὲς λαμπρὲς κορφὲς ποῦ ἡ κάθε μιά τους σώνει | τὸν οὐρανό, μὲ χρώματα κάθε λογῆς καὶ χάρη | γεμᾶτος, μέταλλα ἄμετρα καὶ πετραδιῶ λογάρι | φορῶντας, μυριοστόλιστος σὰ φλάμπουρο στημένος | τοῦ τριςμεγάλου ρουμανιοῦ, παντοῦ κατοικημένος.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυριοστόλιστος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μυριο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)