μυριόνεκρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυριόνεκρος < ελληνιστική κοινή μυριόνεκρος < αρχαία ελληνική μύριοι + νεκρός
Επίθετο[επεξεργασία]
μυριόνεκρος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυριόνεκρος
|