μυρμηγκιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυρμηγκιασμένος η μυρμηγκιασμένη το μυρμηγκιασμένο
      γενική του μυρμηγκιασμένου της μυρμηγκιασμένης του μυρμηγκιασμένου
    αιτιατική τον μυρμηγκιασμένο τη μυρμηγκιασμένη το μυρμηγκιασμένο
     κλητική μυρμηγκιασμένε μυρμηγκιασμένη μυρμηγκιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυρμηγκιασμένοι οι μυρμηγκιασμένες τα μυρμηγκιασμένα
      γενική των μυρμηγκιασμένων των μυρμηγκιασμένων των μυρμηγκιασμένων
    αιτιατική τους μυρμηγκιασμένους τις μυρμηγκιασμένες τα μυρμηγκιασμένα
     κλητική μυρμηγκιασμένοι μυρμηγκιασμένες μυρμηγκιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυρμηγκιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μυρμηγκιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

μυρμηγκιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]