ναρκοληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναρκοληψία < γαλλική narcolepsie < narco- (< αρχαία ελληνική νάρκη) + -lepsie (< -ληψία < λαμβάνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναρκοληψία θηλυκό
- (ιατρική) ασυνήθιστη νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανεξέλεγκτη υπνηλία, ακόμη και μετά από επαρκή ύπνο
- Το εμβόλιο κατά της γρίπης Α συνδέεται με την εμφάνιση ναρκοληψίας. (*)
- Η ναρκοληψία, μια από τις λιγότερο συχνές μορφές υπερυπνίας και ημερήσιας υπνηλίας, είναι μια νόσος άγνωστη στο ευρύ κοινό αλλά και σε μεγάλο ποσοστό του ιατρικού κόσμου. (*)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναρκοληψία